ολόφωτος — η, ο ο απόλυτα φωτισμένος, κατάφωτος, ολοφώτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
всесвтлый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ὁλόφωτος) блистающий светом. … Словарь церковнославянского языка
εριαυγής — ἐριαυγής, ές (Α) πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος πρβλ. ηλιαυγής] … Dictionary of Greek
κατάφωτος — η, ο γεμάτος φως, άπλετα φωτισμένος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυτό φωτος, διά φωτος] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόφεγγος — η, ο (Μ ὁλόφεγγος, η, ον) 1. αυτός που φέγγει ολόκληρος, ολόφωτος 2. (για τη νύχτα) αίθρια, αυτή που δεν έχει σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φεγγος (< φέγγος), πρβλ. αστρό φεγγος] … Dictionary of Greek
περίαυγος — ον, Α αυτός που φωτίζεται ολόγυρα, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αυγος (< αὐγή), πρβλ. έξ αυγος] … Dictionary of Greek
πλησιφαής — ές, ΝΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος φως, ολόφωτος, ολόγιομος 2. φρ. «πλησιφαής σελήνη» πανσέληνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αυξι φαής, λειψι φαής] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φωταγωγητός — όν, Μ [φωταγωγῶ] γεμάτος φως, ολόφωτος … Dictionary of Greek